АРГОС — I. • Argos, Άργος, τό, значит равнина, и именно приморская равнина; в особенности это имя (так же, как Ларисса) было названием пеласгических городов. 1. Πελασγικον Άργος у Гомера (Il. 2, 681) обозначает фессалийскую… … Реальный словарь классических древностей
επίναυλος — ο [ναύλος] αύξηση τού ναύλου σε ποσοστό που συμφωνείται μεταξύ ναυλωτή και εφοπλιστή … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
παράναυλον — τὸ, Α φόρος ναύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ναῦλον] … Dictionary of Greek
επίναυλος — ο προσαύξηση του ναύλου που εισπράττει ο εφοπλιστής, η κάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)