ναύλου

ναύλου
ναῦλον
neut gen sg
ναύ̱λου , ναῦλος
passage-money
masc gen sg
ναύ̱λου , ναῦλος
passage-money
neut gen sg
ναυλόω
let one's ship for hire
pres imperat act 2nd sg
ναυλόω
let one's ship for hire
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • АРГОС —     I.    • Argos,           Άργος, τό, значит равнина, и именно приморская равнина; в особенности это имя (так же, как Ларисса) было названием пеласгических городов.        1. Πελασγικον Άργος у Гомера (Il. 2, 681) обозначает фессалийскую… …   Реальный словарь классических древностей

  • επίναυλος — ο [ναύλος] αύξηση τού ναύλου σε ποσοστό που συμφωνείται μεταξύ ναυλωτή και εφοπλιστή …   Dictionary of Greek

  • ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… …   Dictionary of Greek

  • ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… …   Dictionary of Greek

  • παράναυλον — τὸ, Α φόρος ναύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ναῦλον] …   Dictionary of Greek

  • επίναυλος — ο προσαύξηση του ναύλου που εισπράττει ο εφοπλιστής, η κάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”